- συμπέττουσιν
- συμπέσσωmature by heatingpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)συμπέσσωmature by heatingpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… … Dictionary of Greek